οινοφλυγώ

οινοφλυγώ
οἰνοφλυγῶ, -έω (Α) [οινόφλυξ]
1. είμαι έκδοτος στη μέθη, είμαι μεθυσμένος («ὁ υἱὸς ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῑ καὶ ἐρεθίζει... συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῑ», ΠΔ)
2. (μτβ.) μεθώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οινοφλυγίζω — οἰνοφλυγίζω (Α) [οινόφλυξ] οινοφλυγώ* …   Dictionary of Greek

  • τονθολυγώ — έω, Α τονθορύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”